Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πετροβόλος τ

См. также в других словарях:

  • πετροβόλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροβόλος — ο / πετροβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», Ξεν.) αρχ. 1. (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ πετροβόλος, τὰ πετροβόλα μηχανή για την εκσφενδόνιση πετρών (α.… …   Dictionary of Greek

  • πετροβόλος — α, ο αυτός που ρίχνει πέτρες, ο λιθοβόλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετροβόλοις — πετρόβολος throwing stones masc/fem/neut dat pl πετροβόλος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροβόλον — πετροβόλος masc/fem acc sg πετροβόλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροβόλου — πετρόβολος throwing stones masc/fem/neut gen sg πετροβόλος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροβόλους — πετρόβολος throwing stones masc/fem acc pl πετροβόλος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροβόλων — πετρόβολος throwing stones masc/fem/neut gen pl πετροβόλος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροβόλῳ — πετρόβολος throwing stones masc/fem/neut dat sg πετροβόλος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρόβολον — πετρόβολος throwing stones masc/fem acc sg πετρόβολος throwing stones neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροβόλα — πετροβόλος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»